Κυριακή 24 Αυγούστου 2008

Το ταξίδι...

Η ζεστή νύχτα του Αυγούστου με είχε ζαλίσει για τα καλά. Με μια τελευταία δροσερή πνοή του αυγουστιάτικου μελτεμιού μετακινήθηκα λίγα ακόμα μέτρα πιο κοντά σου.

Το θαμπό φως από την μεθυσμένο φεγγάρι φώτιζε του έρημο δρόμο και για μια στιγμή ήταν....σαν να πετάνε χιλιάδες μικρά αστεράκια έξω από την πόρτα σου!


Κύλισα πάνω στις φορτωμένες κληματαριές του κήπου σου. Αποχαιρέτησα τον νυχτερινό αέρα και πήρα λίγη από την δροσιά του για να συνεχίσω το ταξίδι μου την επόμενη μέρα.

Θα περίμενα εκεί όλη την νύχτα μέχρι το πρωί. Θα ανοίξεις -μου είπαν- την κουρτίνα σου για μία και μοναδική κλεφτή ματιά και θα ήλπιζα να είμαι εκεί στο σημείο που θα ταξίδευαν τα μάτια σου.

Τα υπέροχα μάτια σου...
τα νυσταγμένα μάτια σου
τα θλιμμένα μάτια σου...
τα σκοτεινά σου μάτια...
τα φωτεινά σου μάτια...
τα χαμογελαστά σου μάτια...
τα ερωτευμένα μάτια σου...
τα παιδικά σου μάτια...
τα αγαπημένα σου μάτια...
τα ξένα μάτια σου...

που τόσα είχα ακούσει στα ταξίδια μου για αυτά και τώρα επιτέλους θα μπορούσα να τα αντικρίσω...έστω για μια και μοναδική φορά.

Η αγωνία εκείνης της προσμονής με είχε κατακλίσει. Θα ήμουν στην κατάλληλη θέση; Μήπως να ζητούσα από κάποιο περαστικό αεράκι να με μετακινήσει λίγο πιο πέρα ίσως λίγο πιο ψιλά.....

Η βαριά ανάσα της καλοκαιρινής νύχτας πύκνωνε ολόγυρα... Είχε αρχίσει να με τυλίγει....Η ανάσα που μου θύμιζε την αιώνια φωτιά που με γέννησε. Στο ίδιο μέρος από όπου ξεκίνησα το ταξίδι μου πριν από χιλιάδες έτη φωτός.

Η κούραση από το ταξίδι αυτό είχε καταβάλει όλες τις αντοχές μου. Έπρεπε όμως να επιμείνω. Θα έμενα εδώ δίχως τον παυσίπονο γλυκό ύπνο. Όπως τότε που χιλιάδες ζευγάρια άγρυπνα μάτια είχαν μαζευτεί να δουν τα φλεγόμενα κομμάτια μου να πέφτουν στην γη, κάποια ζεστή Αυγουστιάτικη νύχτα σαν κι αυτή.

Μία ζεστή νύχτα...του δικού σου καλοκαιριού...του δικού σου χρόνου και χώρου... έτυχε να με φέρει ο αέρας κοντά σου. Μια νύχτα διάφανη και απέραντα απέριττη. Αγνή όπως το άγγιγμα ενός μικρού παιδιού. Βούλιαξα μέσα της βαθιά και αφέθηκα να με πάει εκεί στην άκρη της ανατολής. Στο πρώτο πρωινό φως.


Το στεφάνι του αδερφού ήλιου μόλις που διαγράφονταν στον ορίζοντα. Για μια στιγμή η σκέψη μου ταξίδεψε στο μεγαλείο της χαμένης ύπαρξης μου αλλά σχεδόν αμέσως αγκιστρώθηκε στην πρώτη αχτίδα φωτός και χάθηκε μαζί της προς την δύση.

Ήμουν ακόμα στο ίδιο σημείο που ο αέρας με είχε αφήσει το χθεσινό βράδυ. Απέναντι από το παράθυρο σου που είχε μόνιμα τις κουρτίνες κλειστές.
Το φως γινόταν ζέστη όσο η ώρα περνούσε και με έκαιγε σαν την λαχτάρα που με έφερε ως εδώ. Να δω τα μάτια σου έστω και πίσω από τα μικρά ανοίγματα. Να καθρεφτίσουν το πρωινό φως και έπειτα ας στραφούν και πάλι στο σκοτάδι.

Ένας θόρυβος από φτερουγίσματα με έσπρωξε βίαια έξω από το όνειρο. Ένα μικρό σπουργίτι πάνω στο σύρμα κοίταζε καχύποπτα τριγύρω. Το ανησυχούσε το παράθυρο σου όχι όμως για τον ίδιο λόγο που έφερε εμένα εδώ. Μετά κατάλαβα όταν το είδα να τσιμπολογά τα ώριμα σταφύλια.

«Εί! Σπουργίτι.... Εδώ κάτω....κάτω από το φύλο είμαι.»

Φανερά ξαφνιασμένο γύρισε απότομα το κεφάλι του αριστερά δεξιά. Πήδησε λίγο πιο πέρα και πάνω που νόμιζα ότι θα έφευγε μια κελαηδιστή φωνή αποκρίθηκε φοβισμένα.

- “Ποιος είσαι, που είσαι ;”

«Εδώ κοίτα...εδώ είμαι!»
Πήδηξε μερικά εκατοστά πιο κοντά και χαμήλωσε προς το μέρος μου παρατηρώντας με προσεχτικά και λίγο καχύποπτα.
- « Είσαι σκόνη αλλά σαν καμία άλλη από όσες ξέρω. Λαμπιρίζεις....τι είσαι;»
«Είμαι αστερόσκονη....ξέρεις τι είναι αυτό ;»
- «Είσαι από τον ουρανό ε ;»
Χαμογέλασα.... «Ναι….το βρήκες» απάντησα...
«Για την ακρίβεια, ήμουν στον ουρανό. Όχι τώρα πια. Τώρα είμαι μια θνητή ύπαρξη. Όχι πιο σημαντική και πιο χρήσιμη από εσένα.»
Με κοίταξε με τα μικρά σκοτεινά του μάτια με έκπληξη και απορία ταυτόχρονα.
- «Και τι κάνεις εδώ;»
“Περιμένω....” απάντησα...
- “Τι περιμένεις;”
«Περιμένω να ανοίξουν οι κουρτίνες σε αυτό το παράθυρο. Από εκεί που έρχομαι μου μίλησαν για δύο όμορφα μάτια που κοιτάζουν κάθε πρωί πίσω από αυτές τις κουρτίνες. Θέλω να τα δω κι εγώ. Αυτό περιμένω. Για αυτό είμαι εδώ.»
-“Άδικα περιμένεις” απάντησε με βεβαιότητα που με τρόμαξε.
«Άδικά; Γιατί άδικα μικρό μου σπουργίτι ;»
- «Βλέπεις την κουρτίνα ; Τίποτα δεν βρίσκεται πίσω από αυτή πέρα από ένα σκοτεινό και άδειο δωμάτιο».


Η κελαηδιστή φωνή του χτύπησε στο λαμπερό δίσκο του ήλιου και ένα κομμάτι του έπεσε με θόρυβο στο απέραντο διάστημα και έσβησε για πάντα.

«Είσαι σίγουρο για αυτό που λες καλό μου σπουργίτι;»
- «Ναι είμαι απόλυτα σίγουρο. Και μπορώ να σου πω και τι έγινε. Όλοι όσοι σου μίλησαν για εκείνη είχαν δίκιο. Είχε πράγματι πολύ όμορφα μάτια. Τα είχα δει κι εγώ. Ξέρεις από τότε έρχομαι εδώ κάθε πρωί ακόμα και τώρα που έχει φύγει. Τότε για να τα βλέπω, τώρα για να τα θυμάμαι.
Ήταν και τότε μια καλοκαιρινή νύχτα που δύο μάτια την περίμεναν όλο το βράδυ όπως και εσύ. Το πρωί όταν άνοιξε τις κουρτίνες, οι ματιές τους συναντήθηκαν και έσμιξαν για μια στιγμή μονάχα. Εκείνη γλίστρησε από τις χαραμάδες, βούτηξε μέσα τους και έφυγε για πάντα. Δεν είναι πια εδώ σου λέω....άδικα τόσος χρόνος, τόση προσμονή. Άδικά περίμενες σου λέω...»

Ένα περαστικό συγνεφάκι σκέπασε εκείνη την στιγμή τον πρωινό ήλιο ρίχνοντας την σκιά του στα μάτια μου και....μερικές ψιχάλες μέσα μου....

«Καλό μου σπουργίτι.» ψιθύρισα, «μια χάρη θα ‘θελα μονάχα. Αν μπορείς να με πάρεις μαζί σου μέχρι το επόμενο κλαράκι που θα ξαποστάσεις. Αρκεί μονάχα να είναι μακριά από εδώ. Πες μου....σου ζητώ πολλά; »
- «Σε στεναχώρησα ε ; Έπρεπε όμως να στο πω.»

Δεν είπα κάτι, απλά χαμήλωσα τα μάτια και έστρεψα το βλέμμα τους αλλού.

- «Μπορώ να σε πάω πιο κάτω, δεν θα μου είσαι βάρος νομίζω. Λίγη σκόνη περισσότερη στα φτερά μου και μάλιστα....Αστερόσκονη!» απάντησε με ένα μικρό τιτίβισμα.

Κόκκο τον κόκκο με ανέβασε πάνω στις φτερούγες του. Ο ήλιος είχε ήδη ανέβει ψηλά όταν ήμασταν έτοιμοι να φύγουμε. Κοίταξα για μια ακόμα φορά το κλειστό παράθυρο. Προσπάθησα να διακρίνω πίσω από τα μικρά ανοίγματα τις κουρτίνας κάτι, μια κίνηση, μια λάμψη, ένα βλέμμα....τίποτα.

Ο αέρας άρχισε να παρασέρνει την σκόνη τριγύρω. Ο «κουβαλητής» μου με κοίταξε με αγωνία....έκανε τόσο κόπο να με ανεβάσει στα φτερά του και δεν ήθελε ο παιχνιδιάρης αέρας να το χαλάσει αυτό.

«Αν είσαι έτοιμο καλό μου Σπουργίτι, μπορούμε να φύγουμε» του είπα.
- «Αν είσαι έτοιμη και εσύ καλή μου αστερόσκονη....» μου απάντησε με νόημα.

Από εκεί ψηλά όλα φαίνονται πιο όμορφα πιο γαλήνια ίσως και πιο ανέμελα. Το θυμάμαι αυτό πολύ καλά και ας πάνε τόσα χρόνια πια.

Το ταξίδι συνεχίζεται....
 

Αστερoσκονη © 2008. Chaotic Soul :: Converted by Randomness