Σάββατο 22 Σεπτεμβρίου 2007

Γεύση από χειμώνα...

Ημουν ξανά εκεί στο εβδομαδιαίο ραντεβού μας στην ώρα μου ακόμα ένα πρωινό. Σε χάζευα από μακριά καθώς προσπαθούσα να περπατώ όσο πιο απαλά και αργά γινόταν καθώς σε πλησίαζα. Ήσουν καθισμένος πάνω σε ένα μικρό βράχο τυλιγμένος με ένα μικρό μάλλινο μπλε κασκόλ. Φορούσες ένα ελαφρό επίσης μάλλινο μπλουζάκι. Ήταν πράγματι άξια λόγου η αντοχή στου στο κρύο. Ο αέρας ήταν βοριάς παγωμένος, ανακάτευε συνεχώς τα μαλλιά σου και ανέμιζε το μπλε κασκόλ.


Ο ουρανός είχε εκείνο το γνώριμο βαθύ γκρίζο χρώμα.... Προσπαθούσες μέσα από τον φακό της μηχανής σου να δεις όσο πιο μακριά γινόταν στην γκρίζα θάλασσα. Από εκεί ψηλά μπορούσες να δεις μέχρι απέναντι τις ακτές όταν ο καιρός ήταν καθαρός. Έκανες κάτι κινήσεις προσπαθώντας να βρεις το κατάλληλο κάδρο μόνο που αυτές σήμερα ήταν αργές και όχι όπως τις άλλες φορές. Σαν κάτι να σε προβλημάτιζε...Ίσως το φως δεν ήταν αρκετό ίσως πάλι να προσπαθούσες να διακρίνεις κάτι και αυτό σε δυσκόλευε.

Θα ήμουν περίπου στο ένα μέτρο κοντά σου όταν με αντιλήφθηκες και γύρισες προς εμένα. Θυμάμαι εκείνο το βασανισμένο και πιεσμένο χαμόγελό σου όταν με είδες. Θυμάμαι ακόμα, την θλίψη στα μάτια σου. Αυτά τα γαλανά σου μάτια που εκείνη την ημέρα έμοιαζαν πιο γκρίζα από τον χειμωνιάτικο ουρανό μα είχαν και κάτι άλλο....Είχαν βροχή πάνω τους, μέσα τους.

Μου πήρε λίγο χρόνο να καταλάβω πως οι σταγόνες που διέκρινα δεν ήταν βροχή. Ήταν δάκρυα που ο αέρας τα στέγνωνε πάνω στα μάγουλα σου και έμεναν μονάχα κάτι άσπρες γραμμές να δείχνουν την πορεία τους πάνω στο πρόσωπο σου. Στάθηκα να σε κοιτώ δίχως να μπορώ να πώ κάτι....Περίμενα να ξεκινήσεις εσύ...Ήθελα τόσο πολύ να μάθω την αιτία τον λόγο που σου στέρησε εκείνο το αβίαστο και μεγάλο χαμόγελο που πάντα μου χάριζες όταν συναντιόμασταν.

Ανασηκώθηκες ελαφρά και μου έκανες χώρο να καθίσω δίπλα σου. Μου πρότεινες το χέρι σου και εγώ δίχως δεύτερη σκέψη άφησα το δικό μου να πέσει πάνω του. Το έσφιξες και γύρισες ξανά το βλέμμα σου προς την φουρτουνιασμένη θάλασσα. "Την έχασα..." μου είπες κοφτά. "Ξέρω πως δεν θα την ξαναδώ. Μου το είπε κι όλας". "Μα πώς ;" κατάφερα να ψελλίσω.... " Μην με ρωτάς... Δεν πρόκειται να σου πω τώρα. Μόνο σφίξε και εσύ το χέρι μου και κοίταξε μαζί μου την θάλασσα". Έσφιξα το χέρι σου όσο πιο πολύ μπορούσα και ένιωθα τις φλέβες σου να χτυπούν σα τρελές. Κατάλαβα πως δεν θα μπορούσα να σου πάρω άλλη κουβέντα εκείνη την ημέρα.

Κατάλαβα πως η ψυχή σου θα είχε βαρύ χειμώνα φέτος...


 

Αστερoσκονη © 2008. Chaotic Soul :: Converted by Randomness